ταρτάρινος

ταρτάρινος
-ον, Μ [Τάρταρος]
1. δεινός, τρομερός («ὦ φθόνε, πλοῑον πισσοειδές, ταρτάρινον», ΨΧρυσ.)
2. ταρταρηφόρος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ταρταρίνος — ο, Ν 1. όνομα ενός κωμικοτραγικού προσώπου τού γαλλικού μυθιστορήματος ο οποίος παρίστανε τον εαυτό του ως ήρωα ανύπαρκτων κατορθωμάτων 2. ως προσηγ. ο ταρταρίνος ψευτοπαληκαράς, καυχηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tartarin. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ταρταρινισμός — ο, Ν 1. καυχησιολογία 2. η ιδιότητα τού ψευτοπαληκαρά, ψευτοπαληκαρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταρταρίνος + σμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”